κραταιάς

κραταιάς
κραταιά̱ς , κραταιά
fem acc pl
κραταιά̱ς , κραταιός
strong
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κραταιᾶς — κραταιά fem gen sg (attic doric aeolic) κραταιός strong fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευγενής — ές, Μ 1. εξαιρετικά ευγενής, αυτός που έχει πολύ υψηλή καταγωγή («ἦν τῶν Ἑλλήνων βασιλεύς, πανευγενής καὶ ἀνδρείος», Διήγ. Αχιλλ.) 2. (στον υπερθ.) πανευαγέστατος τιμητική προσφώνηση άρχοντα («καὶ πανευγενεστάτῳ τῆς κραταιᾱς τῷ ἑρμηνεῑ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”